Καλύμνιοι σφουγγαράδες
Οι ήρωες των βυθών!
Η θάλασσα της Καλύμνου απέραντη∙ βαθυγάλανη∙ γεμάτη κρυμμένα μυστικά και ιστορίες ναυτοσύνης στα όρια του μύθου, αντρώνει στα σπλάχνα της τους φημισμένους σφουγγαράδες. Ατρόμητα παλικάρια, που παλεύουν με τα στοιχειά της για να ανακαλύψουν, εκεί στα άδυτα των βυθών, τους κρυμμένους της θησαυρούς.
Η Κάλυμνος έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως τόπος δυτών και σφουγγαράδων. Για τους ντόπιους το κυνήγι των σφουγγαριών ήταν πηγή βιοπορισμού∙ μια «επικίνδυνη αποστολή», που μόνο οι ικανοί και τολμηροί μπορούσαν να βγάλουν εις πέρας.
Η μακραίωνη παράδοση της σπογγαλιείας καθόρισε την ταυτότητα του νησιού και συνέβαλε σημαντικά στην οικονομική ευημερία των κατοίκων της. Οι δραστήριοι Καλύμνιοι έμποροι πουλούσαν την πολύτιμη σοδειά αρχίζοντας από τη Σύρο, το Ναύπλιο, την Κωνσταντινούπολη για να φτάσουν μέχρι την Οδησσό, την Πετρούπολη, τη Μόσχα, την Τεργέστη, τη Μέση Ανατολή…
Μέθοδοι κατάδυσης
Από ιστορικές πηγές του 1800 πληροφορούμαστε για τα «ταξίδια ζωής ή θανάτου» των τολμηρών σφουγγαράδων, που αρχές της άνοιξης, με λίγες προμήθειες και μόνο εφόδιο την αντοχή της αναπνοής τους, ξεκινούσαν για να ψαρέψουν σφουγγάρια. Ήταν οι θρυλικοί γυμνοί δύτες, που βουτούσαν σε βάθος μέχρι και 30 μέτρων ζωσμένοι με μια βαριά σκανδαλόπετρα – ένα κομμάτι μαρμάρου που τους βοηθούσε να καταδυθούν γρήγορα και βαθιά. Το φθινόπωρο, όταν η κρύα θάλασσα δεν επέτρεπε την κατάδυση, επέστρεφαν στο νησί που τους περίμενε με δάκρια συγκίνησης και χαράς.
Κατά τη δεκαετία του 1860 εφαρμόστηκε μια νέα - επαναστατική για τα χρόνια εκείνα - μέθοδος κατάδυσης, το σκάφανδρο ή φόρεμα. Με το σύστημα αυτό, ο δύτης έφερε πλήρη ενδυμασία (στολή, περικεφαλαία σκάφανδρου, χάλκινο θώρακα, παπούτσια, βαρίδια στο στήθος), που του επέτρεπε την παραμονή στο βυθό για πολύ περισσότερη ώρα. Κατά τη διάρκεια της κατάδυσης, μια χειροκίνητη αεραντλία με έμβολα έστελνε μέσω ενός σωλήνα, που ονομαζόταν μαρκούτσι, φυσικό αέρα στην περικεφαλαία του δύτη. Όσο αποτελεσματική ήταν η μέθοδος αυτή, άλλο τόσο αποδείχτηκε και επικίνδυνη καταγράφοντας χιλιάδες θανάτους και παραλύσεις (νόσος των δυτών), λόγω της άγνοιας των κανόνων κατάδυσης – κυρίως στο στάδιο της ανάδυσης – από τους δύτες.
Στα 1920 υιοθετήθηκε ένας νέος αναπνευστικός μηχανισμός, η μέθοδος Φερνέζ, χάρη στην οποία ελαττώθηκαν τα ατυχήματα. Τα πλεονεκτήματα του μηχανισμού ήταν: η χρήση μικρού αερόσακου φορεμένου στην πλάτη του δύτη που του εξασφάλιζε ομαλή ροή αέρα, η κατάργηση της βαριάς στολής και ο ελαφρύς σωλήνας τροφοδοσίας αέρα.
Τη δεκαετία του 1970 όλες οι παλαιότερες μέθοδοι κατάδυσης αντικαταστάθηκαν από το σύγχρονο σύστημα του ναργιλέ, όπου ο δύτης φορά στολή βατραχανθρώπου και ένας αεροσυμπιεστής του παρέχει αέρα από το σκάφος. Παράλληλα, οι δύτες εκπαιδεύονται στην Κρατική Σχολή Δυτών της Καλύμνου – μοναδική στο είδος της στην Ελλάδα – που τους παρέχει κρατικό επαγγελματικό δίπλωμα δύτη.
Η προετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι, διάρκειας 6-7 μηνών, ήταν για τους σφουγγαράδες μια μικρή ιεροτελεστία. Ας την αναβιώσουμε…
Τα ποκινήματα
Η προετοιμασία του απόπλου (τα ποκινήματα) διαρκούσε σχεδόν δύο μήνες - Φεβρουάριο με Μάρτιο – και σ’ όλο το νησί σήμαινε συναγερμός! Οι καπεταναίοι ναυτολογούσαν (τσουρμάριζαν) τα πληρώματα∙ συγκέντρωναν με πυρετώδεις ρυθμούς τα εργαλεία της δουλειάς∙ ετοίμαζαν το κουμπάνι τους (προμήθειες) για την τροφοδοσία του πληρώματος: γαλέτες, καβουρμάς, όσπρια, παστά ψάρια σε τσουβάλια και άφθονο νερό σε βαρέλια συγκεντρώνονταν στο ντεπόζιτο.
Πριν την αναχώρηση, απαραίτητος ήταν ο αγιασμός και η επίκληση για βοήθεια στη χάρη του Αγίου Νικολάου, προστάτη και πνευματικό «καταφύγιο» των δυτών.
Βίρα τις άγκυρες
Η μέρα της αναχώρησης ήταν δύσκολη και φορτισμένη από έντονα συναισθήματα. Μανάδες, γυναικόπαιδα, ηλικιωμένοι σφουγγαράδες μαζεύονταν στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους ανθρώπους. Τα καΐκια σαλπάρανε και ο ορίζοντας γέμιζε από άσπρα μαντήλια του αποχαιρετισμού και ευχές για καλό ταξίδι.
Ο στόλος των σκαφών ήταν προσαρμοσμένος στις εκάστοτε ανάγκες των εφαρμοζόμενων σπογγαλιευτικών μεθόδων. Τις σκάφες, τα καΐκια δηλαδή που χρησιμοποιούσαν οι «γυμνοί δύτες» διαδέχτηκαν οι αχταρμάδες ή μηχανοκάικα, η γυαλάδικη βάρκα, η καγκάβα, το ντεπόζιτο, το μπακέτο.
Ο «βούτος» για σφουγγάρια γνώρισε τεράστια άνθηση στα μέσα του 19ου μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Αξιόλογος αλιευτικός στόλος αναπτύχθηκε σε όλα τα Δωδεκάνησα (πρωτίστως, όμως, στη Σύμη και την Κάλυμνο), αλλά και στην Αίγινα, την Ύδρα, την Πάρο, τη Χαλκίδα, το νησί Κούταλη της θάλασσας του Μαρμαρά… Κόντρα στα μανιασμένα κύματα, τους αέρηδες, τις ξέρες και τις κακοτοπιές των ακτών, οι σφουγγαράδες «κουρσεύουν» τα βαθιά αιγαιοπελαγίτικα νερά, τα αλιευτικά πεδία της Μεσογείου και της Βόρειας Αφρικής.
Πλούσια τα «ελέη» της θάλασσας
Τα σφουγγάρια έχουν σπάνια αρχιτεκτονική, βασισμένη σε ένα σύστημα σωλήνων νερού που σχηματίζουν μαιάνδρους. Μέσω των χιλιάδων πόρων τους αντλούν μεγάλες ποσότητες νερού που φτάνουν στο τριπλάσιο του όγκου τους. Διακρίνονται σε εμπορικά και μη εμπορικά. Τα εμπορικά είδη που αλιεύονται στο Αιγαίο και τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο είναι:
- το καπάδικο
- ο ματαπάς ή φίνο ή ελληνικός σπόγγος μπάνιου
- η μελάθη ή τούρκικο φλυτζάνι ή λεπτός σπόγγος της Συρίας
- το αυτί ελέφαντα ή λαγόφυτο ή ψαθούρι ή λαφίνα
- η τσιμούχα ή δερματώδης σπόγγος
- Το λεξικό των σφουγγαράδων
Σκάφη: είδος 15μετρου καϊκιού απ’ όπου βουτούσαν οι δύτες ελεύθερης κατάδυσης.
Ντεπόζιτο (=φορτηγίδα): καΐκια που μετέφεραν τις προμήθειες (τρόφιμα και νερό) και υποστήριζαν τα μικρά σφουγγαράδικα. Ταξίδευαν μαζί με τις σκάφες και τους αχταρμάδες ή κουβαλούσαν τις γυαλάδικες βάρκες.
Αχταρμάδες ή μηχανοκάικα: με μήκος 9-10 μέτρα, με μεγάλη καμπυλότητα και επιφάνεια καταστρώματος, όπου δέσποζε η χειροκίνητη αεραντλία, και κουκέτες για την ανάπαυση των δυτών.
Γυαλάδικες βάρκες: οι βάρκες των φτωχών σπογγαλιέων. Ο εξοπλισμός τους περιλάμβανε ένα καμάκι με προέκταση και τη γυάλα, δηλαδή έναν μεταλλικό κύλινδρο με γυαλί στο κάτω μέρος για να βλέπουν και να καμακώνουν τα σφουγγάρια στο βυθό.
Καγκάβα (= το σπογγαλιευτικό σκάφος): τρεχαντήρι, χωρητικότητας 8 – 10 τόνων, με ιδιαίτερα ισχυρή πρύμνη απ’ όπου σερνόταν το εργαλείο της καγκάβας στον πυθμένα της θάλασσας.
Μπακέτο: σκάφος επικοινωνίας μεταξύ των σφουγγαράδων και του νησιού τους. Μετέφερε τα σφουγγάρια και γύριζε πίσω με φρέσκα τρόφιμα, νερό, αλληλογραφία και νέο πλήρωμα.