Αναζήτηση
Χάρτης
Επιλογή χρώματος
Προσβασιμότητα
ΔΕΛΦΟΙ

Το χρηστήριον των Δελφών

«Περί δρυν ή περί πέτρην»

Η μαντική θεωρείτο μία από τις σημαντικότερες τέχνες στην αρχαία Ελλάδα, αμέσως μετά την ιατρική. Κατά την αρχαία παράδοση η τέχνη αυτή παραδόθηκε στους ανθρώπους μαζί με τη φωτιά από τον Προμηθέα (Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης 484-99). Οι πρώιμες ομηρικές και αρχαϊκές πηγές (Όμηρος, Ιλιάδα 22.126-8, Οδύσσεια 19.163, Ησίοδος, Θεογονία 35, Ηρόδοτος 2.52.2) αντηχούν ιστορίες μαντικής και χρησμοδοσίας κυρίως στη Δωδώνη και τους Δελφούς, ενώ η φράση «περί δρύν ή περί πέτρην» πιθανώς συνδεόταν με την μαντική παράδοση των δύο αυτών χρηστηρίων χώρων. Το «περί δρυν» κάνει άμεση αναφορά στις ιερές βελανιδιές της Δωδώνης. Το θρόισμα των φύλλων των ιερών αυτών δέντρων αποτελούσε την κύρια πηγή χρησμοδοσίας που ερμήνευαν οι Σελλοί, οι ανυπόδητοι ιερείς του Διός και της Διώνης στο μαντείο της Δωδώνης. Το «περί πέτριν» αντίστοιχα πιθανώς να ταυτίζεται με τον ομφαλό των Δελφών, πάνω από τον οποίο καθόταν η Πυθία ενώ χρησμοδοτούσε τις βουλές του χρηστηρίου Απόλλωνα.

Το ιερό μαντείο των Δελφών

Στη σκιά του όρους Παρνασσού, πάνω από την βόρεια ακτή του Κορινθιακού Κόλπου, στην κοιλάδα της Φωκίδας, το μαντείο των Δελφών (χρηστήριον Δελφών), καταγράφει ιστορίες μαντικής για την πορεία των μελλοντικών γεγονότων ατόμων και πόλεων για περισσότερο από 1000 χρόνια. Αν και ιερός χώρος ήδη από το 1400 π.Χ., κατά την ομηρική εποχή (τέλη του 8ου αιώνα π.Χ.) το μαντείο των Δελφών αναφέρεται ως φημισμένο ιερό για τους χρησμούς του με πολυάριθμους επισκέπτες. Ωστόσο, η αποκορύφωση της δημοφιλίας του ήταν κυρίως από τον 6ο έως τον 4ο αιώνα π.Χ. Μετέπειτα έφθινε σταδιακά μέχρι που το μαντείο σίγησε εντελώς από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το 392 μ.Χ.

Αρχικά, ο χώρος του μαντείου των Δελφών ήταν αφιερωμένος στη Μητέρα Γη (Γαία), στη συνέχεια στην κόρη της, Θέμιδα, που εκπροσωπούσε το θείο νόμο και συχνά θεωρείτο σύζυγος του Δία. Τέλος, η προστασία του μαντείου πέρασε στο Φοίβο Απόλλωνα, όταν εκείνος σκότωσε τον Πύθωνα, το φύλακα του ιερού χώρου, και διόρισε μία ιέρεια, την Πυθία, η οποία ενεργούσε ως φερέφωνό του. Έκτοτε, η Πυθία επιλεγόταν για το ήθος και όχι για την αριστοκρατική καταγωγή της από την τοπική κοινότητα των Δελφών. Υπηρετούσε τον Απόλλωνα δια βίου, αφιερώνοντας τη ζωή της σ’ αυτόν. Την εποχή της μεγάλης δημοφιλίας του, το μαντείο υπηρετούσαν έως και τρεις Πυθίες, ενώ η κοινότητα των Δελφών διέθετε οίκημα πλησίον του ιερού για τη φιλοξενία της Πυθίας έως και τον 1ο αιώνα μ.Χ.

Δελφική Χρησμοδοσία

Κατά την πρώιμη εποχή λειτουργίας του μαντείου, χρησμοδοσία λάμβαναν μόνο την 7η ημέρα του μήνα Βύσιου (πιθανόν αντίστοιχου του Αθηναϊκού μήνα Ανθεστηριώνα ή του σύγχρονου Φεβρουάριου ή Μάρτιου) μία φορά το χρόνο, κατά τη γενέθλια ημέρα του θεού Απόλλωνα, οι ιδιώτες, οι χρώμενοι, ή οι δημόσιοι αγγελιαφόροι για λογαριασμό των πόλεων, γνωστοί ως θεοπρόποι. Αργότερα, λόγω του αυξανόμενου αριθμού των χρωμένων και των θεοπρόπων για χρησμοδοσία, η Πυθία ήταν διαθέσιμη την 7η ημέρα κάθε μήνα, εκτός από τους τρεις χειμερινούς, όταν κατά την παράδοση ο θεός Απόλλωνας εθεωρείτο απών από τους Δελφούς και αντ’ αυτού επέβλεπε το ιερό ο θεός Διόνυσος. Εκτός από αυτές τις 9 ημέρες ανά έτος για λήψη χρησμών, υπήρχαν και εναλλακτικές μορφές μαντικής στην περιοχή των Δελφών. Μεταξύ αυτών η δυνατότητα χρησμοδοσίας με αντικείμενα που κληρώνονταν, καθώς και με απάντηση της Πυθίας σε ερωτήσεις που είχαν διατυπωθεί εκ των προτέρων του τύπου «πρέπει να κάνω αυτό ή εκείνο» με πιθανό χώρο τέλεσης των χρησμών στο Κωρύκειο άντρο.

Απαραίτητοι συντελεστές για τη λήψη χρησμών ήταν η τέλεση εξαγνισμών των εμπλεκομένων καθώς και η απόδοση προσφορών και θυσιών προς το θεό. Τις ημέρες χρησμοδοσίας η Πυθία τελούσε αρχικά εξαγνισμό στα νερά της Κασταλίας πηγής, κοντά στο ιερό του μαντείου. Στη συνέχεια έκαιγε φύλλα δάφνης με κριθάρι ως προσφορά στο θεό Απόλλωνα, όπως περιγράφεται στον πρόλογο της τραγωδίας Ευμενίδες του Αισχύλου. Η χρησμοδοσία δεν μπορούσε να ξεκινήσει αν η επιλεγμένη, αψεγάδιαστη αίγα που προμηθεύονταν από την κοινότητα των Δελφών δεν αναριγούσε όταν την περιέλουζαν με κρύο νερό, ως ένδειξη ότι η ημέρα ήταν ευοίωνη. Στη συνέχεια αυτή προσφερόταν ως θυσία στο βωμό του Απόλλωνα. Με τη σειρά του, ο χρώμενος ή θεοπρόπος έπρεπε επίσης να εξαγνιστεί στην Κασταλία πηγή και στη συνέχεια να αναμένει στη σειρά για να συμβουλευτεί την Πυθία. Προτεραιότητα στην αναμονή είχαν οι κάτοικοι της περιοχής των Δελφών, μετά τα μέλη της Αμφικτιονίας των Δελφών, στη συνέχεια όλοι οι Έλληνες και τέλος οι μη Έλληνες. Υπήρχε όμως και το δικαίωμα της προμαντείας (δηλ. το δικαίωμα να συμβουλεύεται κανείς πρώτος το μαντείο των Δελφών) γεγονός που έδινε προτεραιότητα σε όσους έχριζαν αυτού του ιδιαίτερου προνομίου.

Τέλη, θυσίες και χρησμοδοσία

Για να εισέλθει ο χρώμενος ή θεοπρόπος στα ενδότερα του ιερού όταν τελείωνε η αναμονή έπρεπε να προμηθευτεί από τα μέλη της κοινότητας των Δελφών και συγκεκριμένα από ένα άτομο που είχε ορισθεί ως συνοδός του, μια ιερή πίτα που προσφερόταν στους θεούς από αλεύρι, μέλι και λάδι, τον πέλανο, καταβάλλοντας το ανάλογο τέλος, ένα ποσό που κατέληγε στην κοινότητα. Βέβαια, ορισμένα άτομα ή πόλεις ένεμαν του δικαιώματος δωρεάν χρησμοδοσίας εφόσον αυτοί ή η πόλη που ζητούσε το χρησμό ήταν χορηγοί ή αναθέτες, όπως στην περίπτωση της Χίου με την κατασκευή του γνωστού Βωμού των Χίων κοντά στο ιερό, ώστε οι Χιώτες να χαίρουν χρησμοδοσίας χωρίς χρέωση. Τα τέλη χρησμοδοσίας ποίκιλαν: οι πλουσιότερες πόλεις πλήρωναν υψηλότερα τέλη και αναλογικά πολύ περισσότερο από ότι οι ιδιώτες. Τον 5ο αιώνα π.Χ. ένα άτομο πλήρωνε τέλος ισοδύναμο με περίπου δύο ημερών μισθό ενός Αθηναίου ενόρκου, το οποίο ήταν δέκα φορές χαμηλότερο από εκείνο που πλήρωνε μία πόλη. Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία του τέλους, ο χρώμενος ή θεοπρόπος, συνοδευόμενος πάντα από έναν τοπικό αντιπρόσωπο, τον πρόξενο, προσέφερε θυσία ενός ζώου στην εσωτερική εστία του ιερού, μέρος της οποίας αποδιδόταν στους κατοίκους των Δελφών καθώς και στον άνθρωπο που εκτελούσε την θυσιαστήρια τελετή. Το δε σφάγιο ο χρώμενος το προμηθευόταν και πάλι από την τοπική κοινότητα.

Ήταν πλέον ώρα ο χρώμενος ή θεοπρόπος να προσεγγίσει την Πυθία στο άδυτο, που πιθανώς ήταν ένα εσωτερικό δωμάτιο του ιερού με περιορισμένη πρόσβαση. Η Πυθία καθόταν πάνω σε ένα τρίποδα, τοποθετημένο στον ομφαλό, μια στρογγυλή πέτρα μέσα στο Δελφικό ναό που θεωρείτο το κέντρο της Γης, δίπλα σε ένα δέντρο δάφνης, πιθανώς σε κατάσταση έκστασης. Εκεί τις κραυγές της ή τις ακατάληπτες φράσεις της οι ιερείς του θεού Απόλλωνα (προφήται), που γνώριζαν εκ των προτέρων τα ερωτήματα των χρωμένων ή θεοπρόπων, ερμήνευαν τα λεγόμενά της. Η αμφισημία και συχνά ασάφεια των «ήξειςαφίξεις» Πυθικών απαντήσεων πιθανώς να συνέβαλε στη διαφύλαξη της φήμης του μαντείου επί αιώνες, προσφέροντας στον κεχρημένο (αυτόν που είχε λάβει πλέον το χρησμό) περισσότερο νουθεσίες. Έτσι, όπως αναφέρει ο Ηράκλειτος "ο [Απόλλωνας] στον οποίον ανήκει το μαντείο στους Δελφούς ούτε φανερώνει ούτε αποκρύπτει, παρά στέλνει σημάδια» (Πλούταρχος Ηθικά 404d).