ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Μυκήνες
Υψώνονται πίσω από τον αργολικό κάμπο και το επίνειο του, το Ναύπλιο. Ο λόγος για τις «πολύχρυσες»
Μυκήνες, την ηρωική πόλη των Ομηρικών Επών και των Αττικών δραμάτων. Λέγεται ότι ιδρύθηκαν από τον μυθικό Περσέα και πήραν το όνομά τους είτε από τη θήκη του ξίφους του Περσέα (μύκης) που έπεσε σε εκείνο το σημείο, είτε από την πηγή με γάργαρο νερό που βρήκε ο Περσέας κάτω από τη ρίζα ενός μανιταριού (μύκητας), η οποία ονομάστηκε έκτοτε Περσεία πηγή. Το επίθετο πολύχρυσες το έλαβαν από τον Όμηρο για να χαρακτηρίσει τα πλούτη και τη δύναμη που είχαν οι Μυκήνες την εποχή του θρυλικού βασιλιά τους, Αγαμέμνονα, πορθητή της πόλης της Τροίας και συνεχιστή της κατάρας του βασιλικού του οίκου, των Ατρειδών. Μιας κατάρας και μιας αιματοβαμμένης ιστορίας που ενέπνευσε τις μεγαλύτερες τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη.
Όλοι αυτοί οι μύθοι και οι ιστορίες παραδίδουν την ύπαρξη μιας πανίσχυρης ηγεμονίας στην περιοχή των Μυκηνών με πολλά πλούτη και τεράστια φήμη, την οποία τοποθετούν στον 13ο αι. π.Χ. και δεν κάνουν λάθος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή των Μυκηνών δείχνουν την ύπαρξη μιας σπουδαίας πόλης της ύστερης εποχής του Χαλκού (1600 – 1120 π.Χ), ένα ισχυρό κέντρο εμπορίου και πολιτισμού.
Οι αρχαίες Μυκήνες απλώνονται σε μια έκταση 30 στρεμμάτων ανάμεσα σε δύο βουνά που παρείχαν προστασία και η ακρόπολή τους περιβαλλόταν από ένα «κυκλώπειο» τείχος κατασκευασμένο από πελώριους, κροκαλοπαγείς ογκόλιθους που εντυπωσιάζουν ακόμα και σήμερα τους επισκέπτες και σίγουρα θα προκαλούσαν ρίγη τρόμου στους επίδοξους κατακτητές.
Την εικόνα του απόρθητου βασιλείου συμπληρώνει η περίφημη «Πύλη των Λεόντων», μια πύλη που αποτελεί την είσοδο της ακρόπολης των Μυκηνών και διακοσμείται με δύο αντικριστά, σχεδόν όρθια, λιοντάρια που ανάμεσα τους ορθώνεται ένας μινωικού τύπου κίονας. Αυτό λέγεται ότι είναι και το οικόσημο της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών.
Μέσα στην ακρόπολη βρέθηκαν τα θεμέλια ενός βασιλικού μεγάρου, ενώ μέσα και έξω από τα τείχη βρέθηκαν οι σημαντικότεροι δείκτες του μυκηναϊκού πολιτισμού: οι βασιλικοί τάφοι. Εντοπίστηκαν διάφορα είδη ταφής στις Μυκήνες όπου χρονολογούνται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Μέσα σε πέτρινους κυκλικούς περίβολους βρέθηκαν «κάθετοι λακκοειδείς τάφοι» οι οποίοι αποτελούν μια πολύ πρώιμη μορφή ταφής και τοποθετούνται στον 17ο και τον 16ο αι π.Χ. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι περισσότεροι από αυτούς τους τάφους ήταν βασιλικοί και έκρυβαν εντυπωσιακά χρυσά, αργυρά και χάλκινα κτερίσματα, με εξέχουσες τις ολόχρυσες, βασιλικές προσωπίδες.
Τα πλούσια κτερίσματα και τα αμίμητα ταφικά στολίδια συνεχίζονται και στους θολωτούς τάφους που χρονολογούνται κάποιοι τον 16ο και φτάνουν ως τον 13ο αι. π.Χ και αποτελούν μια εξελιγμένη μορφή ταφής, αφότου οι Μυκηναίοι άρχισαν να ακμάζουν, να ταξιδεύουν και να επηρεάζονται από άλλους πολιτισμούς, κυρίως τον Μινωικό και τον Αιγυπτιακό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πολυτελούς και εντυπωσιακής αρχιτεκτονικά ταφής είναι «ο θησαυρός του Ατρέα», ένας τεράστιος, θολωτός τάφος που χρονολογείται στο μέσον του 13ου αι π.Χ (περί το 1250 π.Χ) και συμπίπτει με την ακμή των Μυκηνών και την χρονολόγηση των αρχαίων παραδόσεων για την βασιλεία του Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα.
Εδώ είναι που ιστορία και παράδοση συναντιούνται για να αποκαλύψουν ένα πολιτισμό κυρίως πολεμικό, όπως δείχνουν τα απόρθητα τείχη και τα χρυσά και χάλκινα πολεμικά όπλα. Παράλληλα όμως κι έναν πολιτισμό πολύ πλούσιο και παραγωγικό, όπως πρoδίδουν τα πολύτιμα κτερίσματα, οι ζωηρές τοιχογραφίες, οι πολυάριθμοι κρατήρες. H Γραμμική Β’, η γραφή του μυκηναϊκού πολιτισμού, μαρτυρά με τη σειρά της πως οι Μυκηναίοι και οι υπόλοιποι Αχαιοί στην ύστερη εποχή του Χαλκού υπήρξαν άνθρωποι που μιλούσαν την ελληνική, ανέπτυσσαν τις τέχνες, τη ναυτιλία και το εμπόριο. Μαρτυρά, τέλος, τα περιπετειώδη ταξίδια τους σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, ακόμα και στις ακτές της Ουαλίας, αφού σε μία από τις στήλες του πασίγνωστου Stonehenge βρέθηκε επιγραφή σε Γραμμική Β’ γραφή.
Άρθρο από www.museummasters.gr