ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΜΑΝΤΡΑΚΟΥΚΟΣ Ο ΑΡΧΙΓΑΡΓΑΡΑΣ
Όλοι οι υπόλοιποι βοηθοί του Άγιου Βασίλη είχαν με κάποιο τρόπο βρει το δρόμο για την
Τεχνόπολη στο Γκάζι και ήταν καθ’ όλα έτοιμοι να βάλουν μπρος το εργοστάσιο Χριστουγέννων. Έτσι ο κόσμος δε θα έμενε χωρίς γιορτές και τα παιδιά δε θα στερούνταν τη μαγεία. Όλη η Αθήνα θα έλαμπε και περήφανα θα έστελνε τα πιο όμορφα Χριστούγεννα σε όλο τον κόσμο. Τίποτα όμως από τα παραπάνω δε θα μπορούσε να συμβεί, αν δεν έφτανε στο Γκάζι και ο αρχιμάστορας του εργοστασίου, ο Μαντρακούκος ο αρχιγαργάρας. Ήταν αυτός που έδινε τον ρυθμό σε ό,τι γινόταν, που διόρθωνε τα πιθανά λάθη και που καμιά φορά φώναζε για να είναι όλα στην ώρα τους. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη και μπορεί να πει κανείς πως ήταν ο πιο σοφός και έμπειρος αρχιμάστορας που θα μπορούσε να έχει ένα εργοστάσιο, πόσο μάλλον το συγκεκριμένο.
Που ήταν όμως ο Μαντρακούκος και γιατί δεν είχε βρει τον τρόπο να φτάσει εκεί που τους είχε καλέσει ο Άγιος Βασίλης; Κανονικά θα έπρεπε να είναι ο πρώτος που θα έφτανε εκεί. Είχε την ευθύνη όλων και αυτό δε θα το ξέχναγε ποτέ. Το μόνο που δικαιολογούσε την αργοπορία του ήταν το ότι πολλές φορές έλεγε πως όσοι έχουν την ευθύνη φτάνουν πάντα τελευταίοι, για να προσέχουν του υπόλοιπους. Όμως σε αυτή την περίπτωση ο καθένας ήταν μόνος και δε χρειαζόταν κάποιος να μείνει πίσω για να τους προσέχει. Οι τέσσερις βοηθοί και ο Άγιος Βασίλης άρχισαν στ’ αλήθεια να ανησυχούν μιας και είχε ξημερώσει για τα καλά και οι άνθρωποι είχαν αρχίσει ήδη να κυκλοφορούν μέσα στην πόλη. Το να κυκλοφορούσε και ο Μαντρακούκος ανάμεσα τους δεν ήταν πολύ ασφαλές.
«Άγιε Βασίλη , κάνε κάτι. Στείλε ένα σημάδι στο Μαντρακούκο να δούμε ότι είναι καλά», είπε με αγωνία η Δεπάστα η Γλυκόριζα. «Λέω να πάω να τον βρω», συνέχισε ο Τσάρλυ ο παιχνιδένιος, κάνοντας τον Άγιο Βασίλη να διαφωνήσει. «Δε θα φύγει κανείς από κοντά μου καλοί μου βοηθοί. Ο Μαντρακούκος θα βρει το δρόμο, θα δείτε. Θα στείλω μια μικρή βροχή, γιατί νομίζω πως κάπου τον έχει πάρει ο ύπνος. Με το νερό θα ξυπνήσει», ολοκλήρωσε ο Άγιος Βασίλης που δεν ήθελε να τους ανησυχήσει περισσότερο. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και σαν μαέστρος πρόσταξε τα σύννεφα να αδειάσουν μια ελαφριά βροχούλα πάνω στην πόλη.
Οι πρώτες σταγόνες της βροχής βρήκαν αμέσως το στόχο τους κι άρχισαν να γλιστράνε αργά στο μάγουλο του Μαντρακούκου. Πεσμένος σε κάτι σκαλοπάτια πίσω από ένα κουβούκλιο, προσπαθούσε να συνέλθει απ’ την πρόσκρουση. Είχε προσγειωθεί πιο άτσαλα απ’ τους άλλους κι αυτό του είχε προκαλέσει μια μικρή αδιαθεσία. Η βροχή όμως τον έκανε να αναθαρρήσει και να σταθεί στα πόδια του. Κοίταξε γύρω του θαυμάζοντας το επιβλητικό κτήριο. Χάζεψε τις πλάκες που έγραφαν πάνω διάφορα πράγματα που δεν καταλάβαινε και στη συνέχεια γύρισε προς το δρόμο. «Τέλεια, άνθρωποι», σκέφτηκε και πλησίασε τον ένα εύζωνα. Αμίλητος όπως ήταν ο ψηλός νεαρός, τον κοίταξε με την άκρη του ματιού του χωρίς όμως να κουνηθεί. «Γεια χαρά. Με λένε Μαντρακούκο και είμαι ο αρχιμάστορας του Άγιου Βασίλη. Ξέρεις πως θα πάω στο Γκάζι, στην Τεχνόπολη;», ρώτησε βιαστικά ο αρχιγαργάρας. Καμία απάντηση δε βγήκε απ’ το στόμα του ένστολου νεαρού και τίποτα δεν έδειχνε ότι θα συνεργαζόταν. Προσπάθησε και με τον διπλανό εύζωνα, άλλα τίποτα. Ήταν σαν να μην υπήρχε κανείς εκεί. Ο Μαντρακούκος άρχισε να θυμώνει. «Μα τι αγένεια είναι αυτή;», σκεφτόταν καθώς προσπαθούσε να καταλάβει που βρισκόταν. Ο δρόμος μπροστά είχε αρχίσει να γεμίζει και κάτι κίτρινα αυτοκίνητα είχαν παρκάρει στη σειρά. «Εδώ θα ρωτήσω», σκέφτηκε και πλησίασε ένα κίτρινο αμάξι. «Καλημέρα. Μήπως μπορείτε να μου πείτε που βρίσκομαι;», ρώτησε ευγενικά. «Στο μπροστινό να πας. Υπάρχει σειρά δεν την βλέπεις;», απάντησε απότομα ο οδηγός. Ο Μαντρακούκος πήγε στο μπροστινό οδηγό και επανέλαβε την ερώτηση. «Είσαι στο Σύνταγμα», του απάντησε εκείνος και έβαλε μπρος το αμάξι του. Ένας βιαστικός κύριος είχε μπει στο πίσω κάθισμα, προστάζοντας τον οδηγό. «Στο Γκάζι και γρήγορα». Ο Μαντρακούκος ενθουσιάστηκε μ’ αυτό που άκουσε. «Τόσο εύκολο είναι τελικά», αναρωτήθηκε και έκανε να μπει στο επόμενο ταξί .«Στο Γκάζι παρακαλώ στην Τεχνόπολη», είπε και κάθισε αναπαυτικά στο πίσω κάθισμα. Ο οδηγός παρατήρησε το Μαντρακούκο και τα ρούχα του που ήταν τελείως αλλόκοτα για όσα είχε συνηθίσει να βλέπει. Τον κοίταξε αυστηρά και τον ρώτησε πριν ξεκινήσει. «Έχεις λεφτά να με πληρώσεις; Ή το έσκασες από το τρελλάδικο;». ο Μαντρακούκος σάστισε και αισθάνθηκε πολύ αμήχανα. «Εγώ ξέρετε», είπε δειλά, «είμαι πλάσμα των Χριστουγέννων και βρέθηκα μαζί με τους άλλους βοηθούς από βλάβη σε αυτή την πόλη. Μην ανησυχείς όμως θα φτιάξουμε Χριστούγεννα από εδώ, αρκεί να με πας στην Τεχνόπολη», συνέχιζε ο Μαντρακούκος απ’ το πίσω κάθισμα. «Λεφτά έχεις;», εξακολουθούσε να ρωτάει ο οδηγός. «Δεν ξέρω τι είναι τα λεφτά. Δε μου έχουν χρειαστεί ποτέ», αποκρίθηκε και εισέπραξε μια αποκαρδιωτική απάντηση. «Βγες έξω άνθρωπε μου, αν δεν έχεις λεφτά να πας με τα πόδια, μια ευθεία είναι», του είπε δείχνοντας του την οδό Ερμού. Ο Μαντρακούκος αν και απογοητευμένος, τουλάχιστον είχε πάρει την πληροφορία που ήθελε. «Μια ευθεία κι έφτασα», είπε δυνατά κι άρχισε να κατηφορίζει. «Καλύτερα με τα πόδια, παρά με αγενείς ανθρώπους», σκέφτηκε παρατηρώντας την όμορφη πλατεία. Η βροχή είχε σταματήσει κι ο αρχιμάστορας του εργοστασίου Χριστουγέννων ήταν πολύ κοντά στη μαγική παρέα. «Ο κόσμος χρειάζεται όσο τίποτα τις γιορτές, είναι πολύ πιεσμένος», μονολογούσε, δίνοντας μια πιο υγιή εξήγηση στη συμπεριφορά τους. «Δεν είναι κακοί οι άνθρωποι, λίγο χρόνο θέλουν μόνο για να πάψουν να παίρνουν τη ζωή τόσο σοβαρά...», συνέχισε να σκέφτεται κάνοντας τη διαδρομή του πιο ευχάριστη, ασχέτως αν είχε αργήσει λίγο. Ήξερε πως θα προλάβαινε να βάλει το εργοστάσιο σε λειτουργία. Άλλωστε όλοι τους εκεί θα ήταν και θα έβαζαν ένα μαγικό χεράκι για να φτιαχτούν φέτος τα πιο όμορφα Χριστούγεννα!
Γιώργος Λεμπέσης εκ μέρους του The Christmas Factory
Διαβάστε όλη την ιστορία εδώ.