Πολιτισμός
ΑΘΗΝΑ
Η συλλογή του μουσείου περιέχει σημαντικό αριθμό αντικειμένων (περίπου 30.000) όπως φορητές εικόνες, γλυπτά, κεραμικά, εκκλησιαστικά υφάσματα, ζωγραφικά έργα, μικροτεχνία και αρχιτεκτονικά μέλη (τοιχογραφίες και ψηφιδωτά). Η μόνιμη συλλογή του μουσείου διαμορφώνεται σε δύο κύρια μέρη:
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στη Βυζαντινή περίοδο (από τον 4ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ.) και περιέχει 1.200 εκθέματα.
Η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό έγινε σταδιακά. Οι δομές του αρχαίου κόσμου "πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές" άρχισαν να κλονίζονται από το τέλος του 2ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ο χριστιανισμός είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος και είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα δείγματα χριστιανικής τέχνης.
Σταθμό για τη μετάβαση από τον κόσμο της αρχαιότητας στον κόσμο του Bυζαντίου αποτέλεσε η νομιμοποίηση της χριστιανικής θρησκείας το 313 από τον Mεγάλο Kωνσταντίνο. H χριστιανική τέχνη απέκτησε στο εξής δημόσιο χαρακτήρα και τέθηκε στην υπηρεσία διάδοσης της νέας θρησκείας. Παράλληλα, η μεταφορά της έδρας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Pώμη στην Kωνσταντινούπολη το 330 ήταν καθοριστική για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη λατινική Δύση στην εξελληνισμένη Aνατολή. O χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό το 395 και η κατάλυση του δυτικού τμήματος το 476 αποτέλεσαν εξίσου σημαντικά ορόσημα για το τέλος του αρχαίου κόσμου, το οποίο συντελέστηκε οριστικά με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών κλασικής παιδείας το 529, την έναρξη των βαρβαρικών επιδρομών και την παρακμή των μεγάλων αστικών κέντρων μετά τον 6ο αιώνα.
Tο δεύτερο μέρος με τίτλο «Από το Βυζάντιο στη νεώτερη εποχή» παρουσιάζει 1.500 εκθέματα από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα.
Η σταδιακή απώλεια των βυζαντινών εδαφών ήδη από τον 11ο αιώνα αλλά κυρίως από το 1204 και εξής και με αποκορύφωμα την οριστική άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, συνέβαλε στη δημιουργία ενός πολύπλοκου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πληθυσμοί, ελληνικοί και μη, που κατοικούσαν στα βυζαντινά εδάφη βίωσαν τις σταδιακές αλλά καθοριστικές αυτές αλλαγές με ποικίλους τρόπους: Στις Βενετοκρατούμενες περιοχές η συμβίωση με τους Δυτικούς οδηγεί στη δημιουργία νέων κοινωνικών και πολιτιστικών δομών —η βυζαντινή παράδοση, η ελληνική γλώσσα συναντούν με λαμπρά ενίοτε αποτελέσματα τις αρχές της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, πράγμα που είναι φανερό στις αστικές περιοχές της Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων και της Πελοποννήσου.
Η Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας. Η Sophie de Marbois γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής. Ήταν κόρη του Γάλλου πολιτικού και διπλωμάτη Μαρκήσιου François Barbé de Marbois και της Αμερικανίδας Elisabeth, κόρης του διοικητή της Πενσυλβάνιας William Moore. Παντρεύτηκε τον Charles Lebrun, γιο του συνυπάτου του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας (Piacenza ή Plaisance).
Το κεντρικό κτήριο υψώνεται επιβλητικό στο βάθος της αυλής, το περίγραμμα της οποίας συμπληρώνεται από δύο χαμηλές πλευρικές πτέρυγες, που προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, και από το κτήριο με τον πυλώνα της εισόδου. Στο τόξο της μαρμάρινης καμάρας της εισόδου είναι λαξευμένη η ονομασία του συγκροτήματος: ILISSIA.
Στο κτηριακό συγκρότημα συνδυάζονται στοιχεία του κλασικισμού, όπως η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, με στοιχεία του ρομαντισμού, όπως οι αψιδωτές στοές στις δύο όψεις του κεντρικού κτηρίου και η προβολή της στέγης, που τονίζουν την εναλλαγή φωτός και σκιάς.
Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ολοκληρώθηκε το 1848. Κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές.
Η Φρεατο-δεξαμενή που αφορά την ύδρευση της Αθήνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,
Ο Παράδεισος σχετικά με τις βυζαντινές αντιλήψεις για την επίγεια και τη μετά θάνατον ζωή, και
Ο Ιλισσός για την εξέλιξη του παριλίσσιου τοπίου από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο
Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία στην Ελλάδα. Ιδρύθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα (1914) με σκοπό τη συλλογή, μελέτη, διατήρηση και έκθεση της Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής πολιτιστικής κληρονομιάς στην ελληνική επικράτεια.Η συλλογή του μουσείου περιέχει σημαντικό αριθμό αντικειμένων (περίπου 30.000) όπως φορητές εικόνες, γλυπτά, κεραμικά, εκκλησιαστικά υφάσματα, ζωγραφικά έργα, μικροτεχνία και αρχιτεκτονικά μέλη (τοιχογραφίες και ψηφιδωτά). Η μόνιμη συλλογή του μουσείου διαμορφώνεται σε δύο κύρια μέρη:
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στη Βυζαντινή περίοδο (από τον 4ο έως τον 15ο αιώνα μ.Χ.) και περιέχει 1.200 εκθέματα.
Η μετάβαση από τον αρχαίο κόσμο στον βυζαντινό έγινε σταδιακά. Οι δομές του αρχαίου κόσμου "πολιτικές, οικονομικές, θρησκευτικές" άρχισαν να κλονίζονται από το τέλος του 2ου αιώνα, εποχή κατά την οποία ο χριστιανισμός είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος και είχαν ήδη εμφανιστεί τα πρώτα δείγματα χριστιανικής τέχνης.
Σταθμό για τη μετάβαση από τον κόσμο της αρχαιότητας στον κόσμο του Bυζαντίου αποτέλεσε η νομιμοποίηση της χριστιανικής θρησκείας το 313 από τον Mεγάλο Kωνσταντίνο. H χριστιανική τέχνη απέκτησε στο εξής δημόσιο χαρακτήρα και τέθηκε στην υπηρεσία διάδοσης της νέας θρησκείας. Παράλληλα, η μεταφορά της έδρας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Pώμη στην Kωνσταντινούπολη το 330 ήταν καθοριστική για τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη λατινική Δύση στην εξελληνισμένη Aνατολή. O χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό το 395 και η κατάλυση του δυτικού τμήματος το 476 αποτέλεσαν εξίσου σημαντικά ορόσημα για το τέλος του αρχαίου κόσμου, το οποίο συντελέστηκε οριστικά με το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών κλασικής παιδείας το 529, την έναρξη των βαρβαρικών επιδρομών και την παρακμή των μεγάλων αστικών κέντρων μετά τον 6ο αιώνα.
Tο δεύτερο μέρος με τίτλο «Από το Βυζάντιο στη νεώτερη εποχή» παρουσιάζει 1.500 εκθέματα από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα.
Η σταδιακή απώλεια των βυζαντινών εδαφών ήδη από τον 11ο αιώνα αλλά κυρίως από το 1204 και εξής και με αποκορύφωμα την οριστική άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, συνέβαλε στη δημιουργία ενός πολύπλοκου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος γύρω από την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι πληθυσμοί, ελληνικοί και μη, που κατοικούσαν στα βυζαντινά εδάφη βίωσαν τις σταδιακές αλλά καθοριστικές αυτές αλλαγές με ποικίλους τρόπους: Στις Βενετοκρατούμενες περιοχές η συμβίωση με τους Δυτικούς οδηγεί στη δημιουργία νέων κοινωνικών και πολιτιστικών δομών —η βυζαντινή παράδοση, η ελληνική γλώσσα συναντούν με λαμπρά ενίοτε αποτελέσματα τις αρχές της ευρωπαϊκής Αναγέννησης, πράγμα που είναι φανερό στις αστικές περιοχές της Κρήτης, των Κυκλάδων, των Ιονίων και της Πελοποννήσου.
Το κτήριο
Η Villa Ilissia, που στεγάζει σήμερα το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, είναι ένα από τα ωραιότερα κτίσματα που δημιουργήθηκαν στην Αθήνα τα πρώτα χρόνια της ιστορικής της διαδρομής ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.Η Sophie de Marbois-Lebrun, Δούκισσα της Πλακεντίας. Η Sophie de Marbois γεννήθηκε το 1785 στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής. Ήταν κόρη του Γάλλου πολιτικού και διπλωμάτη Μαρκήσιου François Barbé de Marbois και της Αμερικανίδας Elisabeth, κόρης του διοικητή της Πενσυλβάνιας William Moore. Παντρεύτηκε τον Charles Lebrun, γιο του συνυπάτου του Ναπολέοντα και Δούκα της Πλακεντίας (Piacenza ή Plaisance).
Το κεντρικό κτήριο υψώνεται επιβλητικό στο βάθος της αυλής, το περίγραμμα της οποίας συμπληρώνεται από δύο χαμηλές πλευρικές πτέρυγες, που προορίζονταν για βοηθητικές χρήσεις, και από το κτήριο με τον πυλώνα της εισόδου. Στο τόξο της μαρμάρινης καμάρας της εισόδου είναι λαξευμένη η ονομασία του συγκροτήματος: ILISSIA.
Στο κτηριακό συγκρότημα συνδυάζονται στοιχεία του κλασικισμού, όπως η επικράτηση της οριζόντιας γραμμής και οι χαμηλοί κλειστοί πύργοι, με στοιχεία του ρομαντισμού, όπως οι αψιδωτές στοές στις δύο όψεις του κεντρικού κτηρίου και η προβολή της στέγης, που τονίζουν την εναλλαγή φωτός και σκιάς.
Η οικοδόμηση της Villa Ilissia ολοκληρώθηκε το 1848. Κατοικήθηκε από τη Δούκισσα μέχρι το θάνατό της το 1854. Αργότερα το συγκρότημα περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο, στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές.
Οι κήποι
Οι κήποι του Βυζαντινού Μουσείου, μια όαση στο κέντρο της πόλης, γίνονται η αφορμή για ένα νοητό ταξίδι στην ιστορία και στην τέχνη. Ανάμεσα σε οπωροφόρα δέντρα και αρωματικά φυτά, δίπλα στο υδάτινο στοιχείο, χώροι ξεκούρασης προσφέρονται στους επισκέπτες. Παράλληλα στον χώρο εμφανίζονται τρεις εκθεσιακοί σταθμοί:Η Φρεατο-δεξαμενή που αφορά την ύδρευση της Αθήνας από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα,
Ο Παράδεισος σχετικά με τις βυζαντινές αντιλήψεις για την επίγεια και τη μετά θάνατον ζωή, και
Ο Ιλισσός για την εξέλιξη του παριλίσσιου τοπίου από την αρχαιότητα έως σήμερα.