Πολιτισμός
ΑΘΗΝΑ
Μεγαλώνοντας εκεί, οι αναμνήσεις στην γειτονιά ήρθαν να σφραγίσουν τη μετέπειτα καλλιτεχνική του θεματουργία. Σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε άμεση επαφή με την άνθιση των θεάτρων όπως το Περοκέ και το Σαμαρτζή, του κινηματογράφου Αλκαζάρ και το Βικτώρια καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Μέσα από τις περιπλανήσεις του, εξερεύνησε την πόλη και ήρθε σε άμεση επαφή με τα μικρο-επαγγέλματα της Αθηναϊκής γειτονιάς, τους πλανόδιους τεχνίτες και πωλητές όπως το γαλατά, τον καστανά, τον μπαλωματή και τον κουλουρά. Την δεκαετία του 1970, το νεοκλασικό γκρεμίζεται για να γίνει, κατ’ επιθυμία της μητέρας του Ελένης, μια πολυκατοικία που θα στέγαζε τα παιδιά της. Ο Αλέκος Φασιανός, ο οποίος τότε ζούσε στο Παρίσι, αντικρίζοντας το αποτέλεσμα, δυσαρεστημένος, ζητάει από το φίλο του και αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο στα τέλη του 1980 να την αναδιαμορφώσουν συμπεριλαμβάνοντας στο ισόγειο ένα μικρό εκθεσιακό χώρο που θα φιλοξενούσε τα έργα του. Έτσι ξεκίνησε το όραμα για το Μουσείο Αλέκος Φασιανός.
Οι κοινές αισθητικές και φιλοσοφικές αρχές που μοιράζονταν ο Φασιανός και ο Κρόκος με τις οποίες δημιούργησαν και έζησαν τις ζωές τους είναι εμφανείς σε αυτό το οικοδόμημα. Το αρχιτεκτονικό ύφος που θέλησαν να αναπτύξουν ήταν καθαρό και λιτό. «Τα πράγματα δεν πρέπει να χαλάνε ή να γερνούν άσχημα. Πρέπει να είναι και να δείχνουν καθαρά» έλεγε ο Κρόκος. Οι προκλήσεις ενός τέτοιου έργου ήταν μεγάλες καθώς ο Κρόκος έπρεπε να δημιουργήσει πάνω σε μια υπάρχουσα δομή, με αρκετούς περιορισμούς.
Ολόκληρος ο χώρος εμπλουτίστηκε και διαμορφώθηκε προσεκτικά, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία υλικών και φινιρισμάτων (σκυρόδεμα, πέτρα, μωσαϊκό, τούβλο, σοβάς) και μια χρωματική παλέτα με γήινα γκρι, κόκκινα και ώχρες. Ο αρχιτέκτονας ήθελε η δομή του κτιρίου να είναι εμφανής και τα υλικά να είναι ορατά. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο που έρχεται σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία τους είναι εμφανής στη δομή του χώρου με τα διαφορετικά φινιρίσματα των τεχνικών του λιθοξόου, τη μαρμάρινη μπορντούρα που πλαισιώνει το μωσαϊκό δάπεδο αλλά και τις λεπτομέρειες όπως η περίτεχνη ελικοειδής σκάλα που εγγράφεται σε παράγωνο καιστέκεται σε τρία μέτωπα, η εισαγωγή ψηφιδωτών στο μωσαϊκό δάπεδο, οι ζωγραφισμένες φιγούρες στους τοίχους με την τεχνική της νωπογραφίας, οι μπρούτζινες λαβές στις πόρτες καθώς και ο μεταλλικός δράκος που κρέμεται από την οροφή του υπογείου για να κρύβει τα καλώδια.
Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός έχει αξιοσημείωτη σημασία για τον σύγχρονο εικαστικό και αρχιτεκτονικό χάρτη της Αθήνας τόσο για την δεξιοτεχνία του αρχιτέκτονα σε διορθωτική επέμβαση σε υπάρχον κτίριο όσο και για το γεγονός ότι ένα από τα λίγα μουσεία στον κόσμο όπου η συνέργια καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα στηρίζει τον διάλογο μεταξύ των έργων και του χώρου που τα στεγάζει.
Μουσείο Αλέκος Φασιανός
Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός σχεδιάστηκε και αναδιαμορφώθηκε από τον αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο σε συνεργασία με τον καλλιτέχνη Αλέκο Φασιανό. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1995. Στα θεμέλια του σημερινού Μουσείου Αλέκος Φασιανός, βρισκόταν τη δεκαετία του 30’ έως τη δεκαετία του 70’, το πατρικό σπίτι του καλλιτέχνη. Ένα μικρό νεοκλασικό με εσωτερική αυλή και κεραμοσκεπή. Η οικογένεια εγκαθίσταται στο σπίτι όταν ο παππούς του Αλέκου Φασιανού, Ανδρέας, ορίζεται παπάς στην εκκλησία του Αγίου Παύλου.Μεγαλώνοντας εκεί, οι αναμνήσεις στην γειτονιά ήρθαν να σφραγίσουν τη μετέπειτα καλλιτεχνική του θεματουργία. Σε πολύ μικρή ηλικία ήρθε σε άμεση επαφή με την άνθιση των θεάτρων όπως το Περοκέ και το Σαμαρτζή, του κινηματογράφου Αλκαζάρ και το Βικτώρια καθώς και το Αρχαιολογικό Μουσείο. Μέσα από τις περιπλανήσεις του, εξερεύνησε την πόλη και ήρθε σε άμεση επαφή με τα μικρο-επαγγέλματα της Αθηναϊκής γειτονιάς, τους πλανόδιους τεχνίτες και πωλητές όπως το γαλατά, τον καστανά, τον μπαλωματή και τον κουλουρά. Την δεκαετία του 1970, το νεοκλασικό γκρεμίζεται για να γίνει, κατ’ επιθυμία της μητέρας του Ελένης, μια πολυκατοικία που θα στέγαζε τα παιδιά της. Ο Αλέκος Φασιανός, ο οποίος τότε ζούσε στο Παρίσι, αντικρίζοντας το αποτέλεσμα, δυσαρεστημένος, ζητάει από το φίλο του και αρχιτέκτονα Κυριάκο Κρόκο στα τέλη του 1980 να την αναδιαμορφώσουν συμπεριλαμβάνοντας στο ισόγειο ένα μικρό εκθεσιακό χώρο που θα φιλοξενούσε τα έργα του. Έτσι ξεκίνησε το όραμα για το Μουσείο Αλέκος Φασιανός.
Οι κοινές αισθητικές και φιλοσοφικές αρχές που μοιράζονταν ο Φασιανός και ο Κρόκος με τις οποίες δημιούργησαν και έζησαν τις ζωές τους είναι εμφανείς σε αυτό το οικοδόμημα. Το αρχιτεκτονικό ύφος που θέλησαν να αναπτύξουν ήταν καθαρό και λιτό. «Τα πράγματα δεν πρέπει να χαλάνε ή να γερνούν άσχημα. Πρέπει να είναι και να δείχνουν καθαρά» έλεγε ο Κρόκος. Οι προκλήσεις ενός τέτοιου έργου ήταν μεγάλες καθώς ο Κρόκος έπρεπε να δημιουργήσει πάνω σε μια υπάρχουσα δομή, με αρκετούς περιορισμούς.
Ολόκληρος ο χώρος εμπλουτίστηκε και διαμορφώθηκε προσεκτικά, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία υλικών και φινιρισμάτων (σκυρόδεμα, πέτρα, μωσαϊκό, τούβλο, σοβάς) και μια χρωματική παλέτα με γήινα γκρι, κόκκινα και ώχρες. Ο αρχιτέκτονας ήθελε η δομή του κτιρίου να είναι εμφανής και τα υλικά να είναι ορατά. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο που έρχεται σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του. Το μέλημα του καλλιτέχνη ήταν να δημιουργήσει έναν χώρο σε αρμονικό διάλογο με τα έργα του.
Η καλλιτεχνική ευαισθησία τους είναι εμφανής στη δομή του χώρου με τα διαφορετικά φινιρίσματα των τεχνικών του λιθοξόου, τη μαρμάρινη μπορντούρα που πλαισιώνει το μωσαϊκό δάπεδο αλλά και τις λεπτομέρειες όπως η περίτεχνη ελικοειδής σκάλα που εγγράφεται σε παράγωνο καιστέκεται σε τρία μέτωπα, η εισαγωγή ψηφιδωτών στο μωσαϊκό δάπεδο, οι ζωγραφισμένες φιγούρες στους τοίχους με την τεχνική της νωπογραφίας, οι μπρούτζινες λαβές στις πόρτες καθώς και ο μεταλλικός δράκος που κρέμεται από την οροφή του υπογείου για να κρύβει τα καλώδια.
Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός έχει αξιοσημείωτη σημασία για τον σύγχρονο εικαστικό και αρχιτεκτονικό χάρτη της Αθήνας τόσο για την δεξιοτεχνία του αρχιτέκτονα σε διορθωτική επέμβαση σε υπάρχον κτίριο όσο και για το γεγονός ότι ένα από τα λίγα μουσεία στον κόσμο όπου η συνέργια καλλιτέχνη και αρχιτέκτονα στηρίζει τον διάλογο μεταξύ των έργων και του χώρου που τα στεγάζει.